ακρόκαλος

ακρόκαλος
I
(στερ. α + κροκάλη = χοντρό χαλίκι), χωρίς κροκάλες, χωρίς χοντρά χαλίκια: Στο χωριό μου η παραλία ήταν σχεδόν ακρόκαλη.
II
(άκρος + καλός), αρκετά καλός, αρκετά σοβαρός: Κι ήταν ετούτη (η λαβωματιά) ακρόκαλη κι αίμα πολύ του βγαίνει ( Ερωτόκριτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρόκαλος — (I) η, ο (για περιοχές) αυτός που δεν έχει κροκάλες, χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κροκάλη]. (II) η, ο και ακροκαλός, ή, ό καλούτσικος, λίγο καλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + καλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”