- ακρόκαλος
- I(στερ. α + κροκάλη = χοντρό χαλίκι), χωρίς κροκάλες, χωρίς χοντρά χαλίκια: Στο χωριό μου η παραλία ήταν σχεδόν ακρόκαλη.II(άκρος + καλός), αρκετά καλός, αρκετά σοβαρός: Κι ήταν ετούτη (η λαβωματιά) ακρόκαλη κι αίμα πολύ του βγαίνει ( Ερωτόκριτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.